Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψυχρός πόλεμος

  • 1 холодный

    холодный 1) κρύος, ψυχρός; \холодныйые закуски τα ορεκτικά, οι μεζέδες 2) (равнодушный) ψυχρός, αδιάφορος; \холодный приём η ψυχρή υποδοχή ◇ \холодныйая война о ψυχρός πόλεμος
    * * *
    1) κρύος, ψυχρός

    холо́дные заку́ски — τα ορεκτικά, οι μεζέδες

    2) ( равнодушный) ψυχρός, αδιάφορος

    холо́дный приём — η ψυχρή υποδοχή

    ••

    холо́дная война́ — ο ψυχρός πόλεμος

    Русско-греческий словарь > холодный

  • 2 война

    войн||а
    ж ὁ πόλεμος:
    гражданская \война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· Великая Отечественная \война ὁ Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος· национально-освободительная \война ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος· партизанская \война ὁ ἀνταρτοπόλεμος· мировая \война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· холодная \войнаό ψυχρός πόλεμος· объявить \войнау́ κηρύσσω (или κηρύχνω) τόν πόλεμο· развязать \войнау ἀρχίζω (или ἐξαπολύω) πόλεμο· во время \войнаώ τόν καιρό τοῦ πολέμου, στήν περίοδο τοῦ πολέμου.

    Русско-новогреческий словарь > война

  • 3 холодный

    επ., βρ: холоден, -дна, -дно.
    1. κρύος, ψυχρός•

    -ая вода κρύο νερό•

    холодный ветер ψυχρός άνεμος•

    -ая комната κρύο δωμάτιο.

    2. ουσ. -ая θ. κρύο κρατητήριο, το φρέσκο.
    3. βλ. заливной (2 σημ.).
    4. άτονος, χλιαρός•

    -взгляд ψυχρό βλέμμα•

    холодный прим ψυχρή υποδοχή-холодныйое сердце κρύα καρδιά.

    || αδιάφορος, απαθής.
    5. μτφ. ψύχραιμος.
    6. ψυχρός (χωρίς προηγούμενη θέρμανση, πυράκτωση)•

    -ая штамбов-ка ψυχρή εκτύπωση.

    7. (για μικροεπαγγελματίες)• φτωχός, φουκαριάρης•

    холодный сапожник φτω-χομπαλωματής•

    холодный парикмахер φτωχοκουρέας.

    εκφρ.
    - ая воина – ψυχρός πόλεμος•
    - ое оружие – ψυχρό όπλο (μαχαίρι, ξίφος, σπαθί, σε αντίθεση με το πυροβόλο όπλο).

    Большой русско-греческий словарь > холодный

  • 4 холодный

    холодн||ый
    прил прям., перен κρύος, ψυχρός:
    \холодныйая вода κρύο νερό· \холодныйая погода κρύος καιρός· \холодныйое пальто́ τό κρύο παλτό, τό παλτό πού δέν ζεσταίνει· \холодный как лед κρύος (σάν) πάγος· поставить в \холодныйое место βάζω σέ κρύο μέρος· \холодныйые блюда τά κρύα φαγητά· \холодный пояс геогр. ἡ ψυχρή ζώνη· \холодныйые отношения οἱ ψυχρές σχέσεις· быть \холодныйым с-кем-л. φέρνομαι μέ ψυχρότητα σέ κάποιον \холодный прием ἡ ψυχρή ὑποδοχή· \холодный взгляд τό ψυχρό βλέμμα· \холодный человек ψυχρός ἄνθρωπος· облить кого́-л. \холодныйой водой а) περεχύνω κάποιον μέ κρύο νερό, б) перен κάμνω σέ κάποιον ψυχρολουσία· ◊ \холодныйая война ὁ ψυχρός πόλεμος· \холодныйое ору́жие τό ἀγχέμαχο ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > холодный

См. также в других словарях:

  • ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • ψυχροπολεμικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχρό πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + πόλεμος + ικός*] …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»